- καλογραμμένος
- -η, -ο (Μ καλογραμμένος, -η, -ον)ο καλότυχος, ο καλορίζικοςνεοελλ.ο γραμμένος ή ο διατυπωμένος με επιμέλεια και προσοχή («καλογραμμένο κείμενο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλογραμμένος — η, ο αυτός που έχει γραφτεί καλά: Διάβασα ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek